εκκριτικός

εκκριτικός
η , ό[ν]
1) выделительный, секреторный; 2) способствующий выделению

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εκκριτικός" в других словарях:

  • ἐκκριτικός — secretive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκκριτικός — ή, ό (AM ἐκκριτικός, ή, όν) αυτός που συντελεί στην έκκριση νεοελλ. αυτός που εκκρίνει («εκκριτικά όργανα») αρχ. αυτός που έχει την τάση να παρασύρει …   Dictionary of Greek

  • εκκριτικός — ή, ό επίρρ. ά που εκκρίνει ή που συντελεί στην έκκριση: Εκκριτικά όργανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκκριτικά — ἐκκριτικός secretive neut nom/voc/acc pl ἐκκριτικά̱ , ἐκκριτικός secretive fem nom/voc/acc dual ἐκκριτικά̱ , ἐκκριτικός secretive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκριτικῶν — ἐκκριτικός secretive fem gen pl ἐκκριτικός secretive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκριτικόν — ἐκκριτικός secretive masc acc sg ἐκκριτικός secretive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκριτικαῖς — ἐκκριτικός secretive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκριτικαί — ἐκκριτικός secretive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκριτικούς — ἐκκριτικός secretive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκριτικῆς — ἐκκριτικός secretive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκριτικῇ — ἐκκριτικός secretive fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»